ιασμέλαιο

ιασμέλαιο
το (Α ἰασμέλαιον)
το αιθέριο έλαιο τού γιασεμιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάσμη + έλαιον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ιασμέλαιο — το αιθέριο έλαιο που βγαίνει από το γιασεμί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιάσμη — ἡ (Α ἰάσμη) 1. το φυτό ίασμος, γιασεμί 2. το ιασμέλαιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ιρανικής προελεύσεως (πρβλ. μσν. περσ. yāsman, νέο περσ. yāsaman, yāsam, yāsamin)] …   Dictionary of Greek

  • ιάσμινος — η, ο (Α ἰάσμινος, ον, θηλ. και Ιασμίνη) [ιάσμη] 1. αυτός που λαμβάνεται από την ιάσμη 2. το ουδ. ως ουσ. το ιάσμινο(ν) το ιασμέλαιο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”